ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΑΦΙΕΡΩΜΑ
ΣΤΟ ΕΠΟΣ ΤΟΥ 1940 ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΛΑΟΥ
*******************************************************************************
"Η πορεία προς το μέτωπο"
Απόσπασμα από το "Άξιον εστί" (1959) του Οδυσσέα Ελύτη
Ξημερώνοντας τ' Αγιαννιού, με την αύριο των Φώτων, λάβαμε τη διαταγή να κινήσουμε πάλι μπροστά, για τα μέρη όπου δεν έχει καθημερινές και σκόλες. Έπρεπε, λέει, να πιάσουμε τις γραμμές που κρατούσανε ως τότε οι Αρτινοί, από Χιμάρα ως Τεπελένι. Λόγω που εκείνοι πολεμούσανε απ' την πρώτη μέρα, συνέχεια, κι είχαν μείνει σκεδόν οι μισοί και δεν αντέχανε άλλο.
Νύχτα πάνω στη νύχτα βαδίζαμε ασταμάτητα, ένας πίσω απ' τον άλλο, ίδια τυφλοί. Με κόπο ξεκολλώντας το ποδάρι από τη λάσπη, όπου, φορές, εκαταβούλιαζε ίσαμε το γόνατο. Επειδή το πιο συχνά ψιχάλιζε στους δρόμους έξω, καθώς μες στην ψυχή μας. Και τις λίγες φορές όπου κάναμε στάση να ξεκουραστούμε, μήτε που αλλάζαμε κουβέντα, μονάχα σοβαροί και αμίλητοι, φέγγοντας μ' ένα μικρό δαδί, μία μία εμοιραζόμασταν τη σταφίδα. Ή φορές πάλι, αν ήταν βολετο, λύναμε βιαστικά τα ρούχα και ξυνόμασταν με λύσσα ώρες πολλές, όσο να τρέξουν τα αίματα. Τι μας είχε ανέβει η ψείρα ως το λαιμό, κι ήταν αυτό πιο κι απ' την κούραση ανυπόφερτο. Τέλος, κάποτε ακουγότανε στα σκοτεινά η σφυρίχτρα, σημάδι ότι κινούσαμε, και πάλι σαν τα ζα τραβούσαμε μπροστά να κερδίσουμε δρόμο, πριχού ξημερώσει και μας βάλουνε στόχο τ' αεροπλάνα. Επειδή ο Θεός δεν κάτεχε από στόχους ή τέτοια, κι όπως το 'χε συνήθειο του, στην ίδια πάντοτε ώρα ξημέρωνε το φως.
Κι ότι ήμασταν σιμά πολύ στα μέρη όπου δεν έχει καθημερινές και σκόλες, μήτε αρρώστους και γερούς, μήτε φτωχούς και πλούσιους, το καταλαβαίναμε. Γιατί κι ο βρόντος πέρα, κάτι σαν καταιγίδα πίσω απ' τα βουνά, δυνάμωνε ολοένα, τόσο που καθαρά στο τέλος να διαβάζουμε το αργό και το βαρύ των κανονιών, το ξερό και το γρήγορο των πολυβόλων. Ύστερα και γιατί, ολοένα πιο συχνά, τύχαινε τώρα ν' απαντούμε απ' τ' άλλο μέρος να' ρχονται οι αργές οι συνοδείες με τους λαβωμένους. Όπου απιθώνανε χάμου τα φορεία οι νοσοκόμοι, με τον κόκκινο σταυρό στο περιβραχιόνιο, φτύνοντας μέσα στις παλάμες, και το μάτι τους άγριο για τσιγάρο. Κι οπού κατόπι, σαν ακούγανε για που τραβούσαμε, κουνούσαν το κεφάλι, αρχινώντας ιστορίες για σημεία και τέρατα. Όμως εμείς το μόνο που προσέχαμε ήταν εκείνες οι φωνές μέσα στα σκοτεινά, που ανέβαιναν, καυτές ακόμη από την πίσσα του βυθού ή το θειάφι: «Οϊ Οϊ, μάνα μου», «οϊ οϊ, μάνα μου», και κάποτε, πιο σπάνια, ένα πνιχτό μουσούνισμα, ίδιο ροχαλητό, που 'λεγαν, όσοι ξέρανε, είναι αυτός ο ρόγχος του θανάτου.
Ήταν φορές που εσέρνανε μαζί τους κι αιχμαλώτους, μόλις πιασμένους λίγες ώρες πριν, στα ξαφνικά γιουρούσια που κάναν τα περίπολα. Βρομούσανε κρασί τα χνότα τους, κι οι τσέπες τους γιομάτες κονσέρβα ή σοκολάτες. Όμως εμείς δεν είχαμε, ότι κομμένα τα γιοφύρια πίσω μας, και τα λίγα μουλάρια μας, κι εκείνα ανήμπορα μέσα στο χιόνι και στη γλιστράδα της λασπουριάς.
Τέλος, κάποια φορά, φανήκανε μακριά οι καπνοί που ανέβαιναν μεριές μεριές, κι οι πρώτες στον ορίζοντα κόκκινες, λαμπερές φωτοβολίδες.
"Η πορεία προς το μέτωπο"
Απόσπασμα από το ποίημα "Αξιον εστί" του Οδυσσέα Ελύτη
Απαγγελία: Μάνος Κατράκης
Ξημερώνοντας τ' Αγιαννιού, με την αύριο των Φώτων, λάβαμε τη διαταγή να κινήσουμε πάλι μπροστά, για τα μέρη όπου δεν έχει καθημερινές και σκόλες. Έπρεπε, λέει, να πιάσουμε τις γραμμές που κρατούσανε ως τότε οι Αρτινοί, από Χιμάρα ως Τεπελένι. Λόγω που εκείνοι πολεμούσανε απ' την πρώτη μέρα, συνέχεια, κι είχαν μείνει σκεδόν οι μισοί και δεν αντέχανε άλλο.
Νύχτα πάνω στη νύχτα βαδίζαμε ασταμάτητα, ένας πίσω απ' τον άλλο, ίδια τυφλοί. Με κόπο ξεκολλώντας το ποδάρι από τη λάσπη, όπου, φορές, εκαταβούλιαζε ίσαμε το γόνατο. Επειδή το πιο συχνά ψιχάλιζε στους δρόμους έξω, καθώς μες στην ψυχή μας. Και τις λίγες φορές όπου κάναμε στάση να ξεκουραστούμε, μήτε που αλλάζαμε κουβέντα, μονάχα σοβαροί και αμίλητοι, φέγγοντας μ' ένα μικρό δαδί, μία μία εμοιραζόμασταν τη σταφίδα. Ή φορές πάλι, αν ήταν βολετο, λύναμε βιαστικά τα ρούχα και ξυνόμασταν με λύσσα ώρες πολλές, όσο να τρέξουν τα αίματα. Τι μας είχε ανέβει η ψείρα ως το λαιμό, κι ήταν αυτό πιο κι απ' την κούραση ανυπόφερτο. Τέλος, κάποτε ακουγότανε στα σκοτεινά η σφυρίχτρα, σημάδι ότι κινούσαμε, και πάλι σαν τα ζα τραβούσαμε μπροστά να κερδίσουμε δρόμο, πριχού ξημερώσει και μας βάλουνε στόχο τ' αεροπλάνα. Επειδή ο Θεός δεν κάτεχε από στόχους ή τέτοια, κι όπως το 'χε συνήθειο του, στην ίδια πάντοτε ώρα ξημέρωνε το φως.
Κι ότι ήμασταν σιμά πολύ στα μέρη όπου δεν έχει καθημερινές και σκόλες, μήτε αρρώστους και γερούς, μήτε φτωχούς και πλούσιους, το καταλαβαίναμε. Γιατί κι ο βρόντος πέρα, κάτι σαν καταιγίδα πίσω απ' τα βουνά, δυνάμωνε ολοένα, τόσο που καθαρά στο τέλος να διαβάζουμε το αργό και το βαρύ των κανονιών, το ξερό και το γρήγορο των πολυβόλων. Ύστερα και γιατί, ολοένα πιο συχνά, τύχαινε τώρα ν' απαντούμε απ' τ' άλλο μέρος να' ρχονται οι αργές οι συνοδείες με τους λαβωμένους. Όπου απιθώνανε χάμου τα φορεία οι νοσοκόμοι, με τον κόκκινο σταυρό στο περιβραχιόνιο, φτύνοντας μέσα στις παλάμες, και το μάτι τους άγριο για τσιγάρο. Κι οπού κατόπι, σαν ακούγανε για που τραβούσαμε, κουνούσαν το κεφάλι, αρχινώντας ιστορίες για σημεία και τέρατα. Όμως εμείς το μόνο που προσέχαμε ήταν εκείνες οι φωνές μέσα στα σκοτεινά, που ανέβαιναν, καυτές ακόμη από την πίσσα του βυθού ή το θειάφι: «Οϊ Οϊ, μάνα μου», «οϊ οϊ, μάνα μου», και κάποτε, πιο σπάνια, ένα πνιχτό μουσούνισμα, ίδιο ροχαλητό, που 'λεγαν, όσοι ξέρανε, είναι αυτός ο ρόγχος του θανάτου.
Ήταν φορές που εσέρνανε μαζί τους κι αιχμαλώτους, μόλις πιασμένους λίγες ώρες πριν, στα ξαφνικά γιουρούσια που κάναν τα περίπολα. Βρομούσανε κρασί τα χνότα τους, κι οι τσέπες τους γιομάτες κονσέρβα ή σοκολάτες. Όμως εμείς δεν είχαμε, ότι κομμένα τα γιοφύρια πίσω μας, και τα λίγα μουλάρια μας, κι εκείνα ανήμπορα μέσα στο χιόνι και στη γλιστράδα της λασπουριάς.
Τέλος, κάποια φορά, φανήκανε μακριά οι καπνοί που ανέβαιναν μεριές μεριές, κι οι πρώτες στον ορίζοντα κόκκινες, λαμπερές φωτοβολίδες.
"Η πορεία προς το μέτωπο"
Απόσπασμα από το ποίημα "Αξιον εστί" του Οδυσσέα Ελύτη
Απαγγελία: Μάνος Κατράκης
----------------------------------------------------------------------------
"Η Μεγάλη Έξοδος"
Απόσπασμα από το "Άξιον εστί" (1959) του Οδυσσέα Ελύτη
Τις ημερες εκεινες εκαναν συναξη μυστικη τα παιδια και λαβανε την αποφαση,
επειδη τα κακα μαντατα πληθαιναν στην πρωτευουσα, να βγουν εξω σε πλατειες με
το μονο πραγμα που τους ειχε απομεινει : μια παλαμη τοπο κατω απο τ' ανοιχτο
πουκαμισο, με τις μαυρες τριχες και το σταυρουδακι του ηλιου. Οπου ειχε κρατος
η Ανοιξη.
Και επειδη σιμωνε η μερα που το Γενος ειχε συνηθιο να γιορταζει τον αλλο
Σηκωμο, τη μερα παλι εκεινη ορισανε για την Εξοδο. Και νωρις εβγηκανε
καταμπροστα στον ηλιο, με πανου ως κατου απλωμενη την αφοβια σα σημαια, οι
νεοι με τα πρησμενα ποδια που τους ελεγαν αλητες. Και ακολουθουσανε αντρες
πολλοι, και γυναικες, και λαβωμενοι με τον επιδεσμο και τα δεκανικια. Οπου εβλεπες
αξαφνα στην οψη τους τοσες χαρακιες, που 'λεγες ειχανε περασει μερες πολλες μεσα
σε λιγην ωρα.
Τετοιας λογης αποκοτιες, ωστοσο, μαθαινοντες οι Αλλοι, σφοδρα ταραχτηκαν.
Και φορες τρεις με το ματι αναμετρωντας το εχει τους, λαβανε την αποφαση να βγουν
εξω σε δρομους και σε πλατειες, με το μονο πραγμα που τους ειχε απομεινει: μια
πηχη φωτια κατω απ' τα σιδερα, με τις μαυρες κανες και τα δοντια του ηλιου. Οπου
μητε κλωνος μητε ανθος, δακρυο ποτε δεν εβγαλαν. Και χτυπουσανε οπου να 'ναι,
σφαλωντας τα βλεφαρα με απογνωση. Και η Ανοιξη ολοενα τους κυριευε. Σαν να μην
ητανε αλλος δρομος πανω σ' ολακερη τη γη, για να περασει η Ανοιξη παρα μοναχα
αυτος, και να τον ειχαν παρει αμιλητοι, κοιταζοντας πολυ μακρια, περ' απ' την ακρη
της απελπισιας, τη Γαληνη που εμελλαν να γινουν, οι νεοι με τα πρησμενα ποδια που
τους ελεγαν αλητες, και οι αντρες, και οι γυναικες, και οι λαβωμενοι με τον επιδεσμο
και τα δεκανικια.
Και περασανε μερες πολλες μεσα σε λιγην ωρα. Και θερισανε πληθος τα θηρια,
και αλλους εμαζωξαν. Και την αλλη μερα εστησανε στον τοιχο τριαντα.
"Η Μεγάλη Έξοδος"
Απόσπασμα από το "Άξιον εστί" (1959) του Οδυσσέα Ελύτη
Απαγγελία: Μάνος Κατράκης
*******************************************************************************
"Ελληνική ΕποποιΪα 1940-1941" (1964) του Αγγέλου Τερζάκη
Το χρονικό του πολέμου, με τίτλο «Ελληνική Εποποιία 1940 - 41», το έγραψε ο Τερζάκης μετά από παράκληση και παραγγελία του Γενικού Επιτελείου Στρατού, το 1964. Κι ήταν ο πιο κατάλληλος, ίσως, από όλους τους Έλληνες συγγραφείς και πνευματικούς ανθρώπους, για να ασχοληθεί με ένα τέτοιο έργο. Τόσο γιατί, τον πόλεμο της μικρής Ελλάδας εναντίον του πανίσχυρου «Άξονα» τον έζησε ο ίδιος από κοντά, με όλες τις Κακουχίες (ακόμη και επιπτώσεις σοβαρές στην υγεία του) που επεφύλασσε το Μέτωπο στους -απλούς μα θαρραλέους - αγωνιστές, όσο και γιατί ο πόλεμος, το Μέτωπο, η εμπειρία τους, αλλά και η ιδεολογική διάσταση ολόκληρου του αγώνα του '40 - '41 υπήρξαν κινητήριες δυνάμεις για πολλά από τα κείμενα που δημοσίευσε στη συνέχεια ο Άγγελος Τερζάκης, αναδεικνυόμενος έτσι σε κορυφαίο ίσως πεζογράφο του αιώνα μας.
Πρόλογος του συγγραφέα από την 1η έκδοση
Το βιβλίο αυτό - εδώ προβάλλει αξιώσεις στην αυστηρότερη ιστορική αλήθεια όχι όμως και στην ιστορική πληρότητα. Δεν είναι σύνθεση επιστημονική, Γραμμένο εξ άλλου από άνθρωπο που είχε την τύχη ν' αναπνεύσει ταν τραγικό αέρα τον μετώπου, αποκρούει με περιφρόνηση κάθε βέβηλη φαντασία, κάθε αδιάκριτη ανάμιξη του μυθιστορηματικού. Η εκστρατεία του 1940 - 41 είναι από μόνη της πολύ πλούσια σε περιεχόμενο για να χρειάζεται τη συμπλήρωση της σκηνοθεσίας.
Ωστόσο αυτή η εκστρατεία, που όλοι τη λένε «το Έπος», Έχει τούτο το παράδοξο: πως είναι ένα έπος άγνωστο - θέλω να πω άγνωστο στις ζεστές του πτυχές, στην ανθρώπινη ουσία του. Φαινόμενο χρονολογικά και Ιστορικά απροσδόκητο, δημιούργημα μιας στιγμής ανεπανάληπτης, αδικήθηκε από τα μετέπειτα γεγονότα, την πλησμονή των βιωμάτων: Η Κατοχή, η Αντίσταση, το Κίνημα του Δεκέμβρη, τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, το ξύπνημα ενός νέου κόσμου, του κόσμου της πυρηνικής εποχής, ήρθανε να κατακαλύψουν τη στιγμή τής Αλβανίας. Τό κεφάλαιο τούτο της Ελληνικής Ιστορίας, ένα από τα πιο σημαντικά, κλείστηκε, σφραγίστηκε και τοποθετήθηκε στο Αρχείο προτού μνημονευθεί.
Όχι πως δεν υπάρχουν Ιστορίες του ελληνοϊταλικού πολέμου:
Υπάρχουν, και αξιόλογες. Αλλά εκείνο πού λείπει, είναι ένα βιβλίο δίχως αξιώσεις, προσιτό στον μέσο αναγνώστη, τον αστοιχείωτο στα στρατιωτικά, στα διπλωματικά, και που να διαβάζεται άνετα.
Δεν ξέρω αν μπόρεσα να το δώσω. Πρέπει να πω ότι θέλησα να προλάβω προτού αποχωρήσει από τη ζωή η γενιά των μαχητών και χαθεί έτσι ανεπανόρθωτα η άχνα των ανθρώπων που έκαμαν την Ιστορία. Γιατί την Ιστορία τη συνθέτουν πάντοτε δύο στοιχεία, που ο χρόνος τ' αποχωρίζει, μια σειρά γεγονότα κι ένα άρωμα εποχής. Το πρώτο, τα γεγονότα, μπορείς να τ' αποκαταστήσεις ακόμα κ' ύστερα από αιώνες. Το δεύτερο ότι χάνεται, πετάει μαζί με τη στιγμή. Ακόμα κι' εκείνοι που το ένιωσαν - όπως και άσο νιώθει κανένας το παρόν - ακόμα κι' αυτοί χάνουν την αίσθηση του όταν το πάρει ο άνεμος του Χρόνου.
Δεν ισχυρίζομαι πως μπόρεσα να αιχμαλωτίσω ή ν' ανακαλέσω το άρωμα της μεγάλης για την πατρίδα μας στιγμής πού σημειώθηκε ξαφνικά το φθινόπωρο του 1940. Έκαμα μόνον ότι μπορούσα για να μάθουν τα παιδιά των Ελλήνων, οι ερχόμενες γενιές, πως η ελευθερία είναι πόθος ιερός και πως για άλλη μια φορά, καταμεσής στον εικοστό αιώνα, έδωσε τη μάχη της σ' αυτό εδώ το χώμα, που μας έχει θρέψει.
*******************************************************************************
"Ο μεγάλος περίπατος του Πέτρου" (1971) της Άλκης Ζέη
Ο Πέτρος, ένα μικρό κι ευαίσθητο αγόρι, ζει με την οικογένειά του στην Αθήνα την εποχή του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου. Ο θείος Άγγελος φεύγει για το μέτωπο, ενώ όσοι μένουν στην Αθήνα περνούν τις δύσκολες μέρες της γερμανικής Κατοχής. Ο αγώνας για την εξασφάλιση της τροφής και την επιβίωση είναι δύσκολος. Ο Πέτρος μαζί με τους φίλους του, τα παιδιά της γειτονιάς και με αρχηγό το Σωτήρη προσπαθούν να βοηθήσουν την πατρίδα με κίνδυνο της ζωής τους. Η ελευθερία δεν θα αργήσει νάρθει, αλλά κάποιοι θα λείπουν από τις χαρές της νίκης . . .
"Ο παππούς (σελ. 115 – 117)"
Εδώ σταμάτησαν τα όνειρα του Πέτρου. Από την ανοιχτή πόρτα της τραπεζαρίας πήρε το μάτι του τον παππού. Τι να ‘κανε τάχατες με το μεγάλο μαχαίρι του ψωμιού στο χέρι. Ο Πέτρος πήγε πίσω από την πόρτα και τον κοίταζε από τη χαραμάδα. Ο παππούς έριξε κλεφτές ματιές ολόγυρα, ύστερα άνοιξε το συρτάρι του μπουφέ, έβγαλε μια - μια τις πετσέτες που είχαν τυλιγμένες τις μερίδες το ψωμί, έκοψε από κάθε μερίδα βιαστικά – βιαστικά ένα μικρό κομμάτι, το ‘χωνε στο στόμα του, ύστερα ξανατύλιγε το ψωμί στην πετσέτα και την έβαζε ξανά στο συρτάρι.
Γι’ αυτό λοιπόν ο παππούς είχε πάντα ψωμί με το φαγητό του! Όταν λίγωνε, μέσα στη μέρα, έκλεβε το δικό τους ψωμί! Ένα μικρό κομματάκι από τον καθένα! Να μπει τώρα μέσα στο δωμάτιο ο Πέτρος και να του πει: «Σε είσαι, είσαι κλέφτης, μας κλέβεις το ψωμί». Ένιωσε όμως πως δεν μπορούσε να κουνήσει, λες και είχανε καρφωθεί τα πόδια του στο πάτωμα.
Ο παππούς πήγε τώρα και κάθισε στο ντιβάνι. Γκαπ – ήτανε η χελώνα, ο Θόδωρος, που χτύπησε το καβούκι του στο πόδι του τραπεζιού. Ο παππούς τον είδε, έσκυψε, τον έπιασε και τον αναποδογύρισε. Αυτή ήτανε η πιο μεγάλη τιμωρία που μπορούσε κανείς να κάνει στο Θόδωρο. Ο παππούς καθότανε έτσι και τον κοίταζε, με το μαχαίρι του ψωμιού στο χέρι. Ο Πέτρος όρμησε στο δωμάτιο.
- Γιατί τον κρατάς έτσι, έκανε όλος θυμό στον παππού.
Εκείνος τα ‘χασε τόσο ξαφνικά που τον είδε μπροστά του και μπέρδεψε τα λόγια του, όπως και κείνοι στο σχολείο, όταν τους έπιανε ο διευθυντής στα πράσα να κάνουνε καμιά αταξία.
- Ξέρεις… ήθελα να δω, αν μπορεί να γυρίσει όρθιος μόνος…
- Οι χελώνες δε γυρνούν ποτέ μόνες, είπε ο Πέτρος όλο και πιο θυμωμένα και μάζεψε το Θόδωρο να τον πάει στο δωμάτιό του.
Η φωνή του παππού τον σταμάτησε στην πόρτα.
Ήτανε μια αλλόκοτη αργή φωνή.
- Οι Ιταλοί τρώνε γάτες και… χελώνες… κάνουνε, λέει, ωραία σούπα.
Ο Πέτρος έτρεξε στο δωμάτιό του και κάθισε κατάχαμα σε μια γωνιά μαζί με το Θόδωρο. (…) Ο παππούς ΚΛΕΦΤΗΣ και ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ! Ο παππούς της Μεγάλης Αντιγόνης, που το χειμώνα έριχνε ψίχουλα στο παράθυρο να βρίσκουν τα σπουργίτια να τρώνε. Τότε, πριν τον πόλεμο…
*******************************************************************************
Τις ημερες εκεινες εκαναν συναξη μυστικη τα παιδια και λαβανε την αποφαση,
επειδη τα κακα μαντατα πληθαιναν στην πρωτευουσα, να βγουν εξω σε πλατειες με
το μονο πραγμα που τους ειχε απομεινει : μια παλαμη τοπο κατω απο τ' ανοιχτο
πουκαμισο, με τις μαυρες τριχες και το σταυρουδακι του ηλιου. Οπου ειχε κρατος
η Ανοιξη.
Και επειδη σιμωνε η μερα που το Γενος ειχε συνηθιο να γιορταζει τον αλλο
Σηκωμο, τη μερα παλι εκεινη ορισανε για την Εξοδο. Και νωρις εβγηκανε
καταμπροστα στον ηλιο, με πανου ως κατου απλωμενη την αφοβια σα σημαια, οι
νεοι με τα πρησμενα ποδια που τους ελεγαν αλητες. Και ακολουθουσανε αντρες
πολλοι, και γυναικες, και λαβωμενοι με τον επιδεσμο και τα δεκανικια. Οπου εβλεπες
αξαφνα στην οψη τους τοσες χαρακιες, που 'λεγες ειχανε περασει μερες πολλες μεσα
σε λιγην ωρα.
Τετοιας λογης αποκοτιες, ωστοσο, μαθαινοντες οι Αλλοι, σφοδρα ταραχτηκαν.
Και φορες τρεις με το ματι αναμετρωντας το εχει τους, λαβανε την αποφαση να βγουν
εξω σε δρομους και σε πλατειες, με το μονο πραγμα που τους ειχε απομεινει: μια
πηχη φωτια κατω απ' τα σιδερα, με τις μαυρες κανες και τα δοντια του ηλιου. Οπου
μητε κλωνος μητε ανθος, δακρυο ποτε δεν εβγαλαν. Και χτυπουσανε οπου να 'ναι,
σφαλωντας τα βλεφαρα με απογνωση. Και η Ανοιξη ολοενα τους κυριευε. Σαν να μην
ητανε αλλος δρομος πανω σ' ολακερη τη γη, για να περασει η Ανοιξη παρα μοναχα
αυτος, και να τον ειχαν παρει αμιλητοι, κοιταζοντας πολυ μακρια, περ' απ' την ακρη
της απελπισιας, τη Γαληνη που εμελλαν να γινουν, οι νεοι με τα πρησμενα ποδια που
τους ελεγαν αλητες, και οι αντρες, και οι γυναικες, και οι λαβωμενοι με τον επιδεσμο
και τα δεκανικια.
Και περασανε μερες πολλες μεσα σε λιγην ωρα. Και θερισανε πληθος τα θηρια,
και αλλους εμαζωξαν. Και την αλλη μερα εστησανε στον τοιχο τριαντα.
"Η Μεγάλη Έξοδος"
Απόσπασμα από το "Άξιον εστί" (1959) του Οδυσσέα Ελύτη
Απαγγελία: Μάνος Κατράκης
*******************************************************************************
"Ελληνική ΕποποιΪα 1940-1941" (1964) του Αγγέλου Τερζάκη
Το χρονικό του πολέμου, με τίτλο «Ελληνική Εποποιία 1940 - 41», το έγραψε ο Τερζάκης μετά από παράκληση και παραγγελία του Γενικού Επιτελείου Στρατού, το 1964. Κι ήταν ο πιο κατάλληλος, ίσως, από όλους τους Έλληνες συγγραφείς και πνευματικούς ανθρώπους, για να ασχοληθεί με ένα τέτοιο έργο. Τόσο γιατί, τον πόλεμο της μικρής Ελλάδας εναντίον του πανίσχυρου «Άξονα» τον έζησε ο ίδιος από κοντά, με όλες τις Κακουχίες (ακόμη και επιπτώσεις σοβαρές στην υγεία του) που επεφύλασσε το Μέτωπο στους -απλούς μα θαρραλέους - αγωνιστές, όσο και γιατί ο πόλεμος, το Μέτωπο, η εμπειρία τους, αλλά και η ιδεολογική διάσταση ολόκληρου του αγώνα του '40 - '41 υπήρξαν κινητήριες δυνάμεις για πολλά από τα κείμενα που δημοσίευσε στη συνέχεια ο Άγγελος Τερζάκης, αναδεικνυόμενος έτσι σε κορυφαίο ίσως πεζογράφο του αιώνα μας.
Πρόλογος του συγγραφέα από την 1η έκδοση
Το βιβλίο αυτό - εδώ προβάλλει αξιώσεις στην αυστηρότερη ιστορική αλήθεια όχι όμως και στην ιστορική πληρότητα. Δεν είναι σύνθεση επιστημονική, Γραμμένο εξ άλλου από άνθρωπο που είχε την τύχη ν' αναπνεύσει ταν τραγικό αέρα τον μετώπου, αποκρούει με περιφρόνηση κάθε βέβηλη φαντασία, κάθε αδιάκριτη ανάμιξη του μυθιστορηματικού. Η εκστρατεία του 1940 - 41 είναι από μόνη της πολύ πλούσια σε περιεχόμενο για να χρειάζεται τη συμπλήρωση της σκηνοθεσίας.
Ωστόσο αυτή η εκστρατεία, που όλοι τη λένε «το Έπος», Έχει τούτο το παράδοξο: πως είναι ένα έπος άγνωστο - θέλω να πω άγνωστο στις ζεστές του πτυχές, στην ανθρώπινη ουσία του. Φαινόμενο χρονολογικά και Ιστορικά απροσδόκητο, δημιούργημα μιας στιγμής ανεπανάληπτης, αδικήθηκε από τα μετέπειτα γεγονότα, την πλησμονή των βιωμάτων: Η Κατοχή, η Αντίσταση, το Κίνημα του Δεκέμβρη, τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, το ξύπνημα ενός νέου κόσμου, του κόσμου της πυρηνικής εποχής, ήρθανε να κατακαλύψουν τη στιγμή τής Αλβανίας. Τό κεφάλαιο τούτο της Ελληνικής Ιστορίας, ένα από τα πιο σημαντικά, κλείστηκε, σφραγίστηκε και τοποθετήθηκε στο Αρχείο προτού μνημονευθεί.
Όχι πως δεν υπάρχουν Ιστορίες του ελληνοϊταλικού πολέμου:
Υπάρχουν, και αξιόλογες. Αλλά εκείνο πού λείπει, είναι ένα βιβλίο δίχως αξιώσεις, προσιτό στον μέσο αναγνώστη, τον αστοιχείωτο στα στρατιωτικά, στα διπλωματικά, και που να διαβάζεται άνετα.
Δεν ξέρω αν μπόρεσα να το δώσω. Πρέπει να πω ότι θέλησα να προλάβω προτού αποχωρήσει από τη ζωή η γενιά των μαχητών και χαθεί έτσι ανεπανόρθωτα η άχνα των ανθρώπων που έκαμαν την Ιστορία. Γιατί την Ιστορία τη συνθέτουν πάντοτε δύο στοιχεία, που ο χρόνος τ' αποχωρίζει, μια σειρά γεγονότα κι ένα άρωμα εποχής. Το πρώτο, τα γεγονότα, μπορείς να τ' αποκαταστήσεις ακόμα κ' ύστερα από αιώνες. Το δεύτερο ότι χάνεται, πετάει μαζί με τη στιγμή. Ακόμα κι' εκείνοι που το ένιωσαν - όπως και άσο νιώθει κανένας το παρόν - ακόμα κι' αυτοί χάνουν την αίσθηση του όταν το πάρει ο άνεμος του Χρόνου.
Δεν ισχυρίζομαι πως μπόρεσα να αιχμαλωτίσω ή ν' ανακαλέσω το άρωμα της μεγάλης για την πατρίδα μας στιγμής πού σημειώθηκε ξαφνικά το φθινόπωρο του 1940. Έκαμα μόνον ότι μπορούσα για να μάθουν τα παιδιά των Ελλήνων, οι ερχόμενες γενιές, πως η ελευθερία είναι πόθος ιερός και πως για άλλη μια φορά, καταμεσής στον εικοστό αιώνα, έδωσε τη μάχη της σ' αυτό εδώ το χώμα, που μας έχει θρέψει.
*******************************************************************************
"Ο μεγάλος περίπατος του Πέτρου" (1971) της Άλκης Ζέη
Ο Πέτρος, ένα μικρό κι ευαίσθητο αγόρι, ζει με την οικογένειά του στην Αθήνα την εποχή του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου. Ο θείος Άγγελος φεύγει για το μέτωπο, ενώ όσοι μένουν στην Αθήνα περνούν τις δύσκολες μέρες της γερμανικής Κατοχής. Ο αγώνας για την εξασφάλιση της τροφής και την επιβίωση είναι δύσκολος. Ο Πέτρος μαζί με τους φίλους του, τα παιδιά της γειτονιάς και με αρχηγό το Σωτήρη προσπαθούν να βοηθήσουν την πατρίδα με κίνδυνο της ζωής τους. Η ελευθερία δεν θα αργήσει νάρθει, αλλά κάποιοι θα λείπουν από τις χαρές της νίκης . . .
"Ο παππούς (σελ. 115 – 117)"
Εδώ σταμάτησαν τα όνειρα του Πέτρου. Από την ανοιχτή πόρτα της τραπεζαρίας πήρε το μάτι του τον παππού. Τι να ‘κανε τάχατες με το μεγάλο μαχαίρι του ψωμιού στο χέρι. Ο Πέτρος πήγε πίσω από την πόρτα και τον κοίταζε από τη χαραμάδα. Ο παππούς έριξε κλεφτές ματιές ολόγυρα, ύστερα άνοιξε το συρτάρι του μπουφέ, έβγαλε μια - μια τις πετσέτες που είχαν τυλιγμένες τις μερίδες το ψωμί, έκοψε από κάθε μερίδα βιαστικά – βιαστικά ένα μικρό κομμάτι, το ‘χωνε στο στόμα του, ύστερα ξανατύλιγε το ψωμί στην πετσέτα και την έβαζε ξανά στο συρτάρι.
Γι’ αυτό λοιπόν ο παππούς είχε πάντα ψωμί με το φαγητό του! Όταν λίγωνε, μέσα στη μέρα, έκλεβε το δικό τους ψωμί! Ένα μικρό κομματάκι από τον καθένα! Να μπει τώρα μέσα στο δωμάτιο ο Πέτρος και να του πει: «Σε είσαι, είσαι κλέφτης, μας κλέβεις το ψωμί». Ένιωσε όμως πως δεν μπορούσε να κουνήσει, λες και είχανε καρφωθεί τα πόδια του στο πάτωμα.
Ο παππούς πήγε τώρα και κάθισε στο ντιβάνι. Γκαπ – ήτανε η χελώνα, ο Θόδωρος, που χτύπησε το καβούκι του στο πόδι του τραπεζιού. Ο παππούς τον είδε, έσκυψε, τον έπιασε και τον αναποδογύρισε. Αυτή ήτανε η πιο μεγάλη τιμωρία που μπορούσε κανείς να κάνει στο Θόδωρο. Ο παππούς καθότανε έτσι και τον κοίταζε, με το μαχαίρι του ψωμιού στο χέρι. Ο Πέτρος όρμησε στο δωμάτιο.
- Γιατί τον κρατάς έτσι, έκανε όλος θυμό στον παππού.
Εκείνος τα ‘χασε τόσο ξαφνικά που τον είδε μπροστά του και μπέρδεψε τα λόγια του, όπως και κείνοι στο σχολείο, όταν τους έπιανε ο διευθυντής στα πράσα να κάνουνε καμιά αταξία.
- Ξέρεις… ήθελα να δω, αν μπορεί να γυρίσει όρθιος μόνος…
- Οι χελώνες δε γυρνούν ποτέ μόνες, είπε ο Πέτρος όλο και πιο θυμωμένα και μάζεψε το Θόδωρο να τον πάει στο δωμάτιό του.
Η φωνή του παππού τον σταμάτησε στην πόρτα.
Ήτανε μια αλλόκοτη αργή φωνή.
- Οι Ιταλοί τρώνε γάτες και… χελώνες… κάνουνε, λέει, ωραία σούπα.
Ο Πέτρος έτρεξε στο δωμάτιό του και κάθισε κατάχαμα σε μια γωνιά μαζί με το Θόδωρο. (…) Ο παππούς ΚΛΕΦΤΗΣ και ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ! Ο παππούς της Μεγάλης Αντιγόνης, που το χειμώνα έριχνε ψίχουλα στο παράθυρο να βρίσκουν τα σπουργίτια να τρώνε. Τότε, πριν τον πόλεμο…
*******************************************************************************
"Οι γερανοί"
Πρόκειται για ρωσικό τραγούδι του 1969, που αναφέρεται στους νεκρούς στρατιώτες του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου, όπως ονομάζουν οι Ρώσοι την απόκρουση της γερμανικής εισβολής του 1941 και την αντεπίθεση του σοβιετικού στρατού μέχρι την κατάληψη του Βερολίνου το 1945. Η ελληνική διασκευή ερμηνεύεται από τη Μαργαρίτα Ζορμπαλά ("12 ρούσικα λαϊκά τραγούδια" - μετάφραση Γιάννης Ρίτσος, 1977).
Στιγμές στιγμές θαρρώ πως οι στρατιώτες
που πέσανε στη ματωμένη γη
δεν κείτονται, θαρρώ, κάτω απ το χώμα
αλλά έχουν γίνει άσπροι γερανοί.
Πετούν και μας καλούν με τις κραυγές τους
απ τους καιρούς αυτούς τους μακρινούς
κι ίσως γι αυτό πολλές φορές σιωπώντας
κοιτάμε τους θλιμμένους ουρανούς.
Πετάει ψηλά το κουρασμένο σμάρι
στης δύσης τη θαμπή φεγγοβολή
και βλέπω ένα κενό στη φάλαγγά του
και είναι ίσως η δική μου η θέση αυτή.
Θα ρθεί μια μέρα που μ αυτό το σμάρι
στο μέγα θάμπος θα πετώ κι εγώ
σαν γερανός καλώντας απ τα ουράνια
όλους εσάς που έχω αφήσει εδώ.
"Οι γερανοί"
Ποίηση: Γιάννης Ρίτσος (1977)
Ερμηνεία: Μαργαρίτα Ζορμπαλά
[λαϊκό παραδοσιακό τραγούδι]
Πρόκειται για ρωσικό τραγούδι του 1969, που αναφέρεται στους νεκρούς στρατιώτες του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου, όπως ονομάζουν οι Ρώσοι την απόκρουση της γερμανικής εισβολής του 1941 και την αντεπίθεση του σοβιετικού στρατού μέχρι την κατάληψη του Βερολίνου το 1945. Η ελληνική διασκευή ερμηνεύεται από τη Μαργαρίτα Ζορμπαλά ("12 ρούσικα λαϊκά τραγούδια" - μετάφραση Γιάννης Ρίτσος, 1977).
Στιγμές στιγμές θαρρώ πως οι στρατιώτες
που πέσανε στη ματωμένη γη
δεν κείτονται, θαρρώ, κάτω απ το χώμα
αλλά έχουν γίνει άσπροι γερανοί.
Πετούν και μας καλούν με τις κραυγές τους
απ τους καιρούς αυτούς τους μακρινούς
κι ίσως γι αυτό πολλές φορές σιωπώντας
κοιτάμε τους θλιμμένους ουρανούς.
Πετάει ψηλά το κουρασμένο σμάρι
στης δύσης τη θαμπή φεγγοβολή
και βλέπω ένα κενό στη φάλαγγά του
και είναι ίσως η δική μου η θέση αυτή.
Θα ρθεί μια μέρα που μ αυτό το σμάρι
στο μέγα θάμπος θα πετώ κι εγώ
σαν γερανός καλώντας απ τα ουράνια
όλους εσάς που έχω αφήσει εδώ.
"Οι γερανοί"
Ποίηση: Γιάννης Ρίτσος (1977)
Ερμηνεία: Μαργαρίτα Ζορμπαλά
[λαϊκό παραδοσιακό τραγούδι]
*******************************************************************************
Επιμέλεια ιστοσελίδας: Φιλοθέη Κολίτση
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου